πολυφρόντιστος

πολυφρόντιστος
-ον, Α
1. αυτός που ερευνά κάτι με πολλή επιμέλεια και προσοχή, πολύ προσεκτικός, στοχαστικός
2. ο γεμάτος φροντίδες.
επίρρ...
πολυφροντίστως
κατά τρόπο πολυφρόντιστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φρόντιστος (< φροντίζω), πρβλ. α-φρόντιστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυφροντίστω — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut nom/voc/acc dual πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφροντίστως — πολυφρόντιστος thoughtful adverbial πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφροντίστοις — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφροντίστου — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφροντίστῳ — πολυφρόντιστος thoughtful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”