- πολυφρόντιστος
- -ον, Α1. αυτός που ερευνά κάτι με πολλή επιμέλεια και προσοχή, πολύ προσεκτικός, στοχαστικός2. ο γεμάτος φροντίδες.επίρρ...πολυφροντίστωςκατά τρόπο πολυφρόντιστο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φρόντιστος (< φροντίζω), πρβλ. α-φρόντιστος].
Dictionary of Greek. 2013.